Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δεν έχω ιδέα

  • 1 понятие

    понятие с η γνώμη, το νόημα, η ιδέα· \понятиея не имею δεν έχω ιδέα
    * * *
    с
    η γνώμη, το νόημα, η ιδέα

    поня́тия не име́ю — δεν έχω ιδέα

    Русско-греческий словарь > понятие

  • 2 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 3 представление

    ουδ.
    1. παρουσίαση, εμφάνιση• προσαγωγή•

    представление суду доказательств παρουσίαση, στο δικαστήριο αποδεικτικών•| справки παρουσίαση βεβαίωσης.

    || σύσταση, γνωριμία.
    2. έκθεση, αναφορά (σε προϊστάμενο, αρχή)•

    представление к наградам πρόταση για βράβευση.

    3. θεατρική παράσταση• θέαμα.
    4. αναπαραγωγή, αναπαράσταση•

    зрительное представление οπτική αναπαράσταση•

    слуховое представление ακουστική αναπαραγωγή.

    5. νόηση, αντίληψη, γνώση• ιδέα•

    не имею никакого -я δεν έχω ιδέα, δε γνωρίζω τίποτε.

    εκφρ.
    дать представление – δίνω μια ιδέα, εικόνα, κατατοπίζω κάπως•
    в мом -и – κατ εμένα, κατά τη γνώμη μου, όπως εγώ φαντάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > представление

  • 4 мысль

    θ.
    1. σκέψη, στοχασμός• συλλογισμός• κρίση, νους•

    светлая мысль φωτεινή σκέψη•

    остроумная мысль πολύ έξυπνη σκέψη•

    предвзятая προκατειλημμένη σκέψη•

    странная мысль παράξενη σκέψη•

    погрузиться в свой -и βυθίζομαι σε σκέψεις•

    у меня и в -ях не было ούτε καν μου πέρασε από το νου•

    у меня мелкнула μου πέρασε από τα νού η σκέψη•

    мне: пришло на мысль μου ήρθε στη σκέψη.

    2. ιδέα γνώμη, άποψη•

    мы с вами одних -и οι δυό μας έχομε την ίδια γνώμη•

    основная мысль произведения η βασική ιδέα του (λογοτεχνικού) έργου•

    это хорошая мысль αυτή είναι καλή ιδέα•

    у мени на этот счёт свой -и ως προς αυτό έχω τις δικές μου απόψεις.

    || υπόνοια, υπόθεση•

    я не допускаю и -и δεν επιτρέπω ούτε υπόνοια.

    εκφρ.
    образ -ей – τρόπος σκέψης•
    иметь в -ях – έχω στη σκέψη ή κατά νου•
    не иметь в -ях – δε σκέφτομαι, δε σκοπεύω, δεν έχω κατά νου.

    Большой русско-греческий словарь > мысль

  • 5 понятие

    поняти||е
    с ἡ Ιδέα, ἡ γνώση, ἡ ἔν-νοια:
    иметь \понятие ὁ чем-л. ἔχω Ιδέα γιά κάτι· не иметь ни малейшего \понятиея о чем-л. δέν ἔχω τήν παραμικρή ἰδέα γιά κάτι· растяжимое \понятие ἐλαστική ἔννοια

    Русско-новогреческий словарь > понятие

  • 6 понятие

    ουδ.
    1. έννοια• νόημα•

    содержание -я το περιεχόμενο του νοήματος ή της έννοιας•

    понятие прибавочной стоимости η έννοια της υπεραξίας.

    2. ιδέα, γνώση•

    когда он приедет?— -я не имею πότε αυτός θα έρθει; — ιδέα δεν έχω, καθόλου δεν ξέρω.

    || αντίληψη•

    -я и предрассудки αντιλήψεις και προλήψεις•

    применяться к -ям слушателей παίρνω υπόψη το επίπεδο αντίληψης του ακροατηρίου.

    || γνώμη. || διάνοια, νους, ικανότητα διανοητική.
    εκφρ.
    дать понятие – δίνω να καταλάβει.

    Большой русско-греческий словарь > понятие

  • 7 никакой

    никак||о́й
    мест. κανένας, κανείς, οὐδείς:
    \никакой книги не купил δέν ἀγόρασα κανένα βιβλίο· \никакойие преследования, \никакойие угрозы его не сломили ὁϋτε οἱ διώξεις, ὁὔτε οἱ ἀπειλές μπόρεσαν νά τόν λυγίσουν \никакоййм образом ἐπ' ούδενί λόγω, κατ' οὐδένα τρόπο· не иметь \никакойого представления δέν ἔχω καμιά ἰδέα· \никакойого сомнения δέν ὑπάρχει καμμιά ἀμφιβολία.

    Русско-новогреческий словарь > никакой

  • 8 смыслить

    смысл||ить
    сов (в чем-л.) разг καταλαβαίνω, ἐννοώ, καταλαμβάνω:
    ничего не \смыслить в чем-л. δέν ἔχω καμμιά ἰδέα ἀπό κάτι· он в этом деле ничего́ не \смыслитьит δέν καταλαβαίνει τίποτε ἀπ' αὐτήν τήν ὑπόθεση.

    Русско-новогреческий словарь > смыслить

  • 9 малейший

    малейш||ий
    (превосх. ст:
    от малый) ἐλάχιστος, παραμικρός, μικρότατος:
    не иметь ни \малейшийего понятия о чем-л. δέν ἔχω κἄν Ιδέα γιά κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > малейший

  • 10 думать

    дума||ть
    несов
    1. σκέφτομαι, σκέπτομαι / συλλογίζομαι, στοχάζομαι (размышлять):
    не долго \думатья χωρίς πολλές σκέψεις, χωρίς δισταγμό· я даже не \думатью οὔτε τό σκέφτομαι· тут нечего \думать δέν χρειάζεται πολλή σκέψη·
    2. (полагать) νομίζω, μοῦ φαίνεται, ὑποθέτω, πιστεύω:
    \думатью, что он не прав νομίζω δτι δέν ἐχει δίκη ὁ, πιστεύω δτι ἐχει ἄδικο· не \думатьκ> δέν πιστεύω· что вы об этом \думатьете? τί γνώμη ἔχετε γι ' αὐτό;· вы так \думатьете? ἐτσι νομίζετε;·
    3. (намереваться) σκοπεύω, λογαριάζω, ἔχω πρόθεση [-ιν]:
    я \думатью остаться до́ма σκοπεύω νά μείνω στό σπίτι·
    4. (заботиться, интересоваться) σκέφτομαι, σκέπτομαι, νοιάζομαι:
    \думать» только о себе σκέφτομαι μόνο τόν ἐαυτό μου· не \думать о других δέν νοιάζομαι γιά τους ᾶλλους· ◊ и не \думатью! οὔτε μοῦ πέρασε ἀπ' τό μυαλό!, οὔτε τό σκέπτομαι!· и \думать нечего μή διστάζεις καθόλου· много о себе \думать ἔχω μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό μου· \думатьться безл разг φαίνεται:
    мне \думатьется, что... μοῦ φαίνεται, πώς...

    Русско-новогреческий словарь > думать

  • 11 представление

    представлени||е
    с
    1. (чего-л.) ἡ παρου-σίαση [-ις], ἡ ἐμφάνιση [-ις]·
    2. (при знакомстве) ἡ σύσταση [-ις]·
    3. (к награде и т. ἡ.) ἡ πρόταση γιά, ἡ ὑποβολή ὑποψηφιότητας·
    4. театр. ἡ παράσταση [-ις]:
    первое \представление ἡ πρώτη παράσταση· δ. (понятие) ἡ ἰδέα, ἡ ἀντίληψη [-ις]:
    иметь \представление ἔχω (μιά) Ιδέα· он· не имеет ни малейшего \представлениея δέν ἔχει τήν παραμικρή Ιδέα· составить себе ясное \представление о чем-л. σχηματίζω σαφή ἀντίληψη· в моем \представлениеи κατά τήν ἀντίληψή μου.

    Русско-новогреческий словарь > представление

  • 12 мнение

    мнени||е
    с ἡ γνώμη:
    общественное \мнение ἡ κοινή γνώμη· общепринятое \мнение ἡ κοινή, παραδεδεγμένη ἄποψη· обмен \мнениеями ἡ ἀνταλλαγή γνωμών иметь свое \мнение ἔχω δικιά μου γνώμή по моему́ \мнениею κατά τήν γνώμη μου· быть плохого (хорошего) \мнениея о ком-л. ἔχω κακή (καλή) γνώμη Υΐά κάποιον быть невысокого \мнениея о ком-л. δέν πολυεκτιμῶ κάποιον быть слишком высокого \мнениея о себе ἔχω πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτόν μου· быть того́ же \мнениея εἶμαι τής ίδιας γνώμης· разделять чье-л, \мнение συμμερίζομαι τήν γνώμη Κάποιου· оставаться при своем \мнениеи ἐπιμένω στήν ἄποψη μου.

    Русско-новогреческий словарь > мнение

  • 13 думать

    ρ.δ.
    1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•

    о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•

    ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•

    тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•

    и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.

    2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•

    придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•

    не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•

    что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;

    || εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.
    3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•

    мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.

    4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•

    -ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•

    он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.

    εκφρ.
    и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•
    думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•
    он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•
    не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•
    не думано – απρόοπτα•
    я -ю! – και βέβαια! εννοείται!
    μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•

    мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•

    всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.

    Большой русско-греческий словарь > думать

См. также в других словарях:

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • σκραπ — (I) Ν φρ. «δεν ξέρω σκραπ» δεν ξέρω απολύτως τίποτε, δεν έχω ιδέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scrap «ίχνος, κομματάκι»]. (II) το, Ν άκλ. (μεταλλ.) περιληπτική ονομασία για τα παλαιά, χρησιμοποιημένα μέταλλα τα οποία συλλέγονται και επαναχυτεύονται… …   Dictionary of Greek

  • εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… …   Dictionary of Greek

  • υπόληψη — η 1. καλή ιδέα για κάτι, εκτίμηση: Δεν έχω σε υπόληψη τον καυχησιάρη φίλο σου. 2. καλή φήμη, σεβασμός, τιμή: Άνθρωπος με υπόληψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»